- χειροτονῶ
- χειροτονέωstretch out the handpres subj act 1st sg (attic epic doric)χειροτονέωstretch out the handpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειροτονώ — χειροτονῶ, έω, ΝΜΑ εκκλ. διενεργώ χειροτονία νεοελλ. μτφ. δέρνω, ξυλοκοπώ («τόν χειροτόνησε για τα καλά») μσν. αρχ. αναδεικνύω, αναγορεύω (α. «Γάλλον Καίσαρα χειροτονήσας», Φιλόστρ. β. «πᾱς ἄρχων ὑπὸ Θεοῡ κεχειροτόνηται», Ισίδ. Πηλ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
χειροτονώ — χειροτονώ, χειροτόνησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χειροτονώ — και χειροτονάω χειροτόνησα, χειροτονήθηκα, χειροτονημένος 1. προχειρίζω λαϊκό σε διάκονο ή κληρικό σε ανώτερο βαθμό. 2. ξυλοκοπώ: Αν σε πιάσω, θα σε χειροτονήσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
херотонисать — посвящать в священный сан , цслав. херотонисати (начиная с Вопросов Феогн., 1276 г.; см. Срезн. III, 1368). Из греч. χειροτονῶ – то же ( ис заимств. из греч. аор.); см. Фасмер, Гр. сл. эт. 219 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
MANUS — I. MANUS apud Quintilianum l. 5. c. 13. Ut gladiatorum manus, quae secundae vocantur, fiunt et tertiae, si prima ad evocandum adversarii ictum prolata erat, et quartae, si geminata captatio est, ut bis cavere bis repetere oportuerit: sunt… … Hofmann J. Lexicon universale
αναχειροτονώ — ἀναχειροτονῶ (Α) χειροτονώ για δεύτερη φορά η πράξη: αναχειροτόνησις και αναχειροτονία … Dictionary of Greek
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek
κληρώνω — (AM κληρώ, όω, Α δωρ. τ. κλαρόω) [κλήρος] 1. ενεργώ εκλογή ή διανομή με κλήρο, ορίζω με κλήρωση (α. «θα κληρωθούν οι τυχεροί που θα συμμετάσχουν στο ταξίδι» β. «θα κληρώσει το δικαστήριο τα δύο οικόπεδα για να μοιραστεί η περιουσία» γ. «εἴ τις… … Dictionary of Greek
κουρεύω — (Μ κουρεύω) [κουρεύς] 1. κόβω τα μαλλιά ή τα γένεια κάποιου 2. κόβω το τρίχωμα ζώων («τα πρόβατα κουρεύονται και το τυρί ζυγιέται», Πολίτ.) νεοελλ. 1. φρ. α) «άσ τον να κουρεύεται» μην τού δίνεις σημασία, μην τόν υπολογίζεις β) «άντε κουρέψου» ή… … Dictionary of Greek
νεκροχειροτόνητος — νεκροχειροτόνητος, ον (ΑΜ) αυτός που χειροτονήθηκε επίσκοπος ενώ ήταν νεκρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + χειροτονῶ πρβλ. αυτο χειροτόνητος, νεο χειροτόνητος] … Dictionary of Greek